Author: Luke Sholl
About the author
A picture of Luke Sholl
Έχοντας πάνω από μια δεκαετία εμπειρίας στη συγγραφή κειμένων για το CBD και τα κανναβινοειδή, ο Luke είναι ένας καθιερωμένος δημοσιογράφος που εργάζεται ως ο κύριος συγγραφέας της Cibdol, ενώ παράλληλα ασχολείται και με άλλες δημοσιεύσεις που αφορούν στα κανναβινοειδή. Δεσμευμένος να παρουσιάζει πάντα πραγματικό κι απολύτως τεκμηριωμένο περιεχόμενο, το ενδιαφέρον του για το CBD εκτείνεται επίσης στη φυσική κατάσταση, τη διατροφή και την πρόληψη ασθενειών.
Read more.

Τι είναι τα ενδοκανναβινοειδή;
Τι είναι τα ενδοκανναβινοειδή;

Τα ενδοκανναβινοειδή είναι σηματοδοτικά μόρια που παράγονται από τον οργανισμό και λαμβάνουν μέρος στη διαμόρφωση του ενδοκανναβινοειδούς συστήματος (ΕΚΣ). Ο όρος αποτελείται από το πρόθεμα "ένδο", το οποίο προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη "ἔνδον" που σημαίνει "μέσα" και τη λέξη "κανναβινοειδές", η οποία αναφέρεται σε μόρια ικανά να συνδέονται με τους υποδοχείς κανναβινοειδών.

Τα κανναβινοειδή μπορούν να βρεθούν και αλλού στη φύση. Τα φυτοκανναβινοειδή, όπως το THC και το CBD, υπάρχουν στην κάνναβη και σε άλλα φυτά. Δεδομένου ότι έχουν παρόμοια μοριακή δομή με τα ενδοκανναβινοειδή είναι σε θέση να δεσμεύονται ή/και να επηρεάζουν τους υποδοχείς κανναβινοειδών.

Επί του παρόντος, οι ερευνητές έχουν εντοπίσει δύο βασικά ενδοκανναβινοειδή:

• Ανανδαμίνη (AEA)
• 2-αραχιδονυλογλυκερόλη (2-AG)

Μέσω της δράσης τους στους υποδοχείς κανναβινοειδών, και τα δύο μόρια επηρεάζουν παράγοντες όπως η διάθεση, ο ύπνος, η όρεξη, η μνήμη και η μάθηση. Ωστόσο, κάθε ενδοκανναβινοειδές διεγείρει το ΕΚΣ σε διαφορετικό βαθμό[1].

Η έρευνα έχει δείξει ότι η ανανδαμίνη είναι αγωνιστής (διεγέρτης) χαμηλής αποτελεσματικότητας όσον αφορά τους υποδοχείς CB1 και CB2. Αυτό σημαίνει ότι το μόριο παράγει μόνο μερική απόκριση σε αυτές τις θέσεις υποδοχέων. Αντίθετα, οι μελέτες δείχνουν ότι η 2-AG είναι ένας πλήρης αγωνιστής των υποδοχέων CB1 και CB2. Το ενδοκανναβινοειδές συνδέεται και στις δύο θέσεις με υψηλή αποτελεσματικότητα και αυξάνει την ενεργοποίηση των εν λόγω υποδοχέων.

Τόσο η ΑΕΑ, όσο και η 2-AG είναι ανάδρομοι αγγελιοφόροι σηματοδότησης[2]. Αντίθετα με τις περισσότερες μορφές μετάδοσης του νευρικού συστήματος, οι οποίες ταξιδεύουν από έναν προσυναπτικό νευρώνα σε έναν μετασυναπτικό, τα ενδοκανναβινοειδή εκτελούν την αντίστροφη διαδρομή.

Τα ενδοκανναβινοειδή συντίθενται σε μετασυναπτικούς νευρώνες, απελευθερώνονται στη συναπτική σχισμή και συνδέονται με τις στοχευμένες θέσεις στον προσυναπτικό νευρώνα. Αυτό τους επιτρέπει να παράγουν αποτελέσματα αναστέλλοντας την απελευθέρωση άλλων νευροδιαβιβαστών.

Αυτός ο "ανάποδος" μηχανισμός δράσης υποστηρίζει την ομοιοστατική επίδραση των ενδοκανναβινοειδών, δηλαδή την ικανότητά τους να βοηθούν το σώμα να διατηρεί μια φυσιολογική ισορροπία. Εάν το μετασυναπτικό κύτταρο ανιχνεύσει μια διακύμανση που αποκλίνει από την ομοιόσταση—υπό τη μορφή ενός φράγματος ορισμένων νευροδιαβιβαστών—τα ενδοκανναβινοειδή μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την αναστολή της υπερβολικής ενεργοποίησης και την επιβολή της ομοιόστασης.

Και τα δύο κανναβινοειδή λειτουργούν σε θέσεις εκτός του ΕΚΣ. Για παράδειγμα, η ανανδαμίνη συνδέεται επίσης με υποδοχείς TRPV1[3], σε περιοχές που σχετίζονται με τον πόνο και τη φλεγμονή.

Η 2-AG παίζει σημαντικό ρόλο στον εγκέφαλο, στο συκώτι και στους πνεύμονες. Εκεί, παρέχει μια σημαντική πηγή αραχιδονικού οξέος, το οποίο χρησιμοποιείται στη σύνθεση των προσταγλανδινών. Αυτές οι ουσίες παίζουν σημαντικό ρόλο στη φλεγμονή, στη ροή και στην πήξη του αίματος.

Τι είναι τα ενδοκανναβινοειδή;

Πώς παράγονται τα ενδοκανναβινοειδή;

Η σύνθεση των ενδοκανναβινοειδών συμβαίνει—κατ' απαίτηση—στις μεμβράνες των μετασυναπτικών νευρώνων. Το γεγονός αυτό τα διαχωρίζει από άλλους νευροδιαβιβαστές, όπως η σεροτονίνη, που παραμένουν σε συναπτικά κυστίδια μέχρις ότου απαιτηθούν.

Τόσο η AEA όσο και η 2-AG προέρχονται από μόρια με βάση το λίπος. Η ΑΕΑ προέρχεται από το πρόδρομο μόριο Ν-αραχιδονυλο-φωσφατιδυλο-αιθανόλη, γνωστό και ως ΝΑΡΕ, ενώ η 2-AG προέρχεται από φωσφολιπίδια που περιέχουν 2-αραχιδονυλο (ΡΙΡ).

Μετά τη σύνδεσή τους με συμβατές θέσεις υποδοχέων και τα δύο ενδοκανναβινοειδή διασπώνται γρήγορα από συγκεκριμένα ένζυμα. Το ένζυμο αμιδοϋδρολάση λιπαρών οξέων (FAAH) καταβολίζει την AEA. Ωστόσο, ένα άλλο ένζυμο που προκαλεί φλεγμονή, ονόματι COX-2, μπορεί επίσης να αποδομήσει την ΑΕΑ μέσω της οξείδωσης.

Η δράση της 2-AG τελειώνει όταν συναντήσει κάποιο από τα τρία διαφορετικά ένζυμα: MGL, α/β τομέα υδρολάσης και COX-2.

Συμπέρασμα

Ο ρόλος των ενδοκανναβινοειδών είναι ζωτικής σημασίας εντός του ΕΚΣ και του ανθρώπινου σώματος στο σύνολο του. Η ικανότητα τους να διασχίζουν τη συναπτική σχισμή τους επιτρέπει να ελέγχουν την απελευθέρωση νευροδιαβιβαστών και να διατηρούν την ομοιόσταση. Αυτά τα μόρια εμπλέκονται σε πολλές σημαντικές φυσιολογικές διαδικασίες, από την όρεξη και τη διάθεση, έως τον ύπνο. Η έρευνα συνεχίζει να αποσαφηνίζει το πλήθος των ρόλων που διαδραματίζουν στην ανθρώπινη φυσιολογία.

Πηγές

[1] Lu, H., & Mackie, K. (2017). An introduction to the endogenous cannabinoid system. NCBI. https://www.ncbi.nlm.nih.gov/pmc/articles/PMC4789136/ [πηγή]

[2] Ohno-Shosaku, T. (2009). Retrograde Messenger. Encyclopedia of Neuroscience, 3529–3533. https://doi.org/10.1007/978-3-540-29678-2_5123 [πηγή]

[3] Fenwick, A. J., Fowler, D. K., Wu, S. W., Shaffer, F. J., Lindberg, J. E. M., Kinch, D. C., & Peters, J. H. (2017). Direct Anandamide Activation of TRPV1 Produces Divergent Calcium and Current Responses. Frontiers in Molecular Neuroscience, 10. https://doi.org/10.3389/fnmol.2017.00200 [πηγή]

Πηγές

[1] Lu, H., & Mackie, K. (2017). An introduction to the endogenous cannabinoid system. NCBI. https://www.ncbi.nlm.nih.gov/pmc/articles/PMC4789136/ [πηγή]

[2] Ohno-Shosaku, T. (2009). Retrograde Messenger. Encyclopedia of Neuroscience, 3529–3533. https://doi.org/10.1007/978-3-540-29678-2_5123 [πηγή]

[3] Fenwick, A. J., Fowler, D. K., Wu, S. W., Shaffer, F. J., Lindberg, J. E. M., Kinch, D. C., & Peters, J. H. (2017). Direct Anandamide Activation of TRPV1 Produces Divergent Calcium and Current Responses. Frontiers in Molecular Neuroscience, 10. https://doi.org/10.3389/fnmol.2017.00200 [πηγή]

Αναζήτηση προϊόντων