Author: Luke Sholl
About the author
A picture of Luke Sholl
Έχοντας πάνω από μια δεκαετία εμπειρίας στη συγγραφή κειμένων για το CBD και τα κανναβινοειδή, ο Luke είναι ένας καθιερωμένος δημοσιογράφος που εργάζεται ως ο κύριος συγγραφέας της Cibdol, ενώ παράλληλα ασχολείται και με άλλες δημοσιεύσεις που αφορούν στα κανναβινοειδή. Δεσμευμένος να παρουσιάζει πάντα πραγματικό κι απολύτως τεκμηριωμένο περιεχόμενο, το ενδιαφέρον του για το CBD εκτείνεται επίσης στη φυσική κατάσταση, τη διατροφή και την πρόληψη ασθενειών.
Read more.

Η Ανακάλυψη του Ενδοκανναβινοειδούς Συστήματος

Το ενδοκανναβινοειδές σύστημα (ΕΚΣ) έχει αναδειχθεί ως ένας συναρπαστικός φυσιολογικός στόχος κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Η έρευνα έχει εντοπίσει τους σχετικούς υποδοχείς, τα σύμπλοκα και τα ένζυμα του συστήματος σε όλο το σώμα: από το ανοσοποιητικό και το νευρικό σύστημα, έως το δέρμα και τα οστά. Όλο και περισσότερες έρευνες δείχνουν ότι το ΕΚΣ παίζει θεμελιώδη ρόλο στην ανθρώπινη φυσιολογία, βοηθώντας άλλα συστήματα να διατηρήσουν μια κατάσταση ισορροπίας, την "ομοιόσταση".

Η επιστήμη έχει δείξει ότι η ρύθμιση αυτού του συστήματος με τη χρήση φυτοκανναβινοειδών (όπως τα CBD, το CBN, κ.λπ.) θα μπορούσε να έχει ενθαρρυντικά αποτελέσματα σε πολλούς τομείς. Αλλά από πού ξεκίνησαν όλα αυτά;

Συνεχίστε να διαβάζετε για να μάθετε ποιος και πότε ανακάλυψε αυτό το ζωτικό σύστημα.

Η Ανακάλυψη του ΕΚΣ

Είναι ενδιαφέρον ότι η ανακάλυψη των κανναβινοειδών προηγείται εκείνης του ΕΚΣ. Στην πραγματικότητα, αυτά τα μόρια είχαν πρωτεύοντα ρόλο για την αποκάλυψη του ομοιοστατικού δικτύου. Πιστεύεται ότι το κανναβινοειδές CBN απομονώθηκε για πρώτη φορά στα τέλη του 19ου αιώνα, ακολουθούμενο από το CBD και το THC που απομονώθηκαν στα μέσα του 20ού αιώνα. Εντούτοις, οι ερευνητές κατανόησαν τον ακριβή κυτταρικό μηχανισμό αυτών των κανναβινοειδών δεκαετίες αργότερα.

Το THC βρίσκονταν στο προσκήνιο κατά τα πρώτα χρόνια της έρευνας για τα κανναβινοειδή, κυρίως λόγω της ψυχοτρόπου επίδρασης που προσφέρει. Δεν χρειάστηκε πολύς χρόνος ώστε οι ερευνητές να ανακαλύψουν την υδρόφοβη φύση του μορίου—δεν διαλύεται καλά στο νερό. Αυτό τους οδήγησε στην υπόθεση ότι το THC προσελκύονταν από το σωματικό λίπος και πιθανότατα ασκούσε μια μη ειδική δράση στις κυτταρικές μεμβράνες, αντί να σχετίζεται με εξειδικευμένες θέσεις σύνδεσης.

Αν και αυτή η υπόθεση είχε μια λογική, η έρευνα που ακολούθησε την κατέρριψε. Μετά τη διεξαγωγή πειραμάτων με συνθετικά ανάλογα του THC, οι ερευνητές άρχισαν να προωθούν την ιδέα των "κανναβινοειδών" περιοχών σύνδεσης.

Στη συνέχεια, το 1988, οι ερευνητές εντόπισαν την πρώτη ειδική θέση σύνδεσης[1] ενός αναλόγου του THC χρησιμοποιώντας ραδιοσεσημασμένα μόρια. Ο William Devane και οι συνεργάτες του στο Τμήμα Φαρμακολογίας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου του St. Louis πραγματοποίησαν το πείραμα σε εγκεφάλους αρουραίων. Αυτή η μελέτη άνοιξε τον δρόμο για την έρευνα που διεξήγαγε η Lisa Matsuda και άλλοι ερευνητές, οι οποίοι ταυτοποίησαν[2] τον υποδοχέα CB1 κατά τη δεκαετία του 1990. Έκαναν αυτήν την πρωτοποριακή ανακάλυψη κλωνοποιώντας ένα "συμπληρωματικό" DNA που κωδικοποιεί τον υποδοχέα που είναι συζευγμένος με πρωτεΐνη G (CB1).

Σύντομα ήρθε και η ανακάλυψη του υποδοχέα CB2. Ο Sean Munro και οι συνεργάτες του[3] υπέθεσαν ότι τα μη ψυχοδραστικά κανναβινοειδή πρέπει να παράγουν τις επιδράσεις τους μέσω ενός άλλου άγνωστου υποδοχέα κανναβινοειδών. Το 1993, η ομάδα ανέφερε την κλωνοποίηση του υποδοχέα CB2. Ωστόσο, σημείωσαν την έλλειψη έκφρασης του υποδοχέα στον εγκέφαλο, εντοπίζοντας τον κυρίως στα ανοσοκύτταρα.

Η ανακάλυψη αυτών των μοριακών στόχων είναι σίγουρα χρήσιμη για την κατανόηση του ΕΚΣ, αλλά πώς λειτουργεί; Όπως και το ενδογενές σύστημα οπιοειδών, το οποίο χρησιμοποιεί τις ενδορφίνες, το ΕΚΣ διαθέτει το δικό του σύνολο μορίων σηματοδότησης—τα ενδοκανναβινοειδή.

Ο Lumir Hanus και άλλοι ερευνητές στο Εβραϊκό Πανεπιστήμιο της Ιερουσαλήμ ανακάλυψαν το πρώτο ενδοκανναβινοειδές το 1992[4]. Η ομάδα δούλευε σε στενή συνεργασία με τον Raphael Mechoulam, τον άνθρωπο που απομόνωσε πρώτος το THC. Χρησιμοποίησαν φασματοσκοπία μάζας και φασματοσκοπία πυρηνικού μαγνητικού συντονισμού για να προσδιορίσουν ένα μόριο που ονόμαζαν "anandamide", που σημαίνει "ευδαιμονία" στα σανσκριτικά. Ανακάλυψαν ότι η ανανδαμίνη λειτουργεί ως φυσικό σύμπλοκο για τον υποδοχέα CB1.

Ήταν μόλις το 1995[5] όταν οι ερευνητές ανακάλυψαν την τάση δέσμευσης ενός ήδη γνωστού μορίου με αυτούς τους υποδοχείς. Ο Mechoulam και η ομάδα του ανακάλυψαν ότι η 2-αραχιδονόλη γλυκερόλη (2-AG) δεσμεύεται σε αυτές τις θέσεις υποδοχέων. Ακόμη, επιβεβαίωσαν ότι αυτή η χημική ένωση αποτελεί το δεύτερο βασικό ενδοκανναβινοειδές. Έκτοτε, έχουν ανακαλυφθεί και νέα ενδοκανναβινοειδή, αλλά το φαρμακολογικό ενδιαφέρον συγκεντρώνουν τα δύο πρώτα.

Η ανακάλυψη ήταν μόνο η αρχή

Η ανακάλυψη σημαντικών συστατικών του ενδοκανναβινοειδούς συστήματος οδήγησε σε ένα νέο πρότυπο αναφορικά με την αντιμετώπιση της ανθρώπινης φυσιολογίας και ομοιόστασης. Οι μελετητές διερευνούν τώρα τρόπους για να στοχεύσουν το ΕΚΣ, ώστε να αλλάξουν τις ενδοκανναβινοειδείς σηματοδοτήσεις[6] προς όφελος του ανθρώπου.

Η ανακάλυψη του ΕΚΣ δημιούργησε επίσης θεωρίες, όπως η κλινική ανεπάρκεια ενδοκανναβινοειδών, η οποία υποδηλώνει ότι οι άνθρωποι χρειάζονται έναν κατάλληλο "ενδοκανναβινοειδή τόνο" για βέλτιστη λειτουργία. Αν και είναι νωρίς ακόμη, η έρευνα για το ΕΚΣ και τους χημικούς ενεργοποιητές του είναι πολλά υποσχόμενη. Αναμφίβολα, θα υπάρξει σύντομα πλήθος ανακαλύψεων για το ενδοκανναβινοειδές σύστημα.

Πηγές

[1] William, A., Devane, F. A., & Howlett, A. C. (1988). Determination and Characterization of a Cannabinoid Receptor in Rat Brain. Molecular Pharmacology. Published. https://citeseerx.ist.psu.edu/viewdoc/download?doi=10.1.1.572.7935&rep=rep1&type=pdf [πηγή]

[2] Matsuda, L. A., Lolait, S. J., & Brownstein, M. J. (1990). Structure of a cannabinoid receptor and functional expression of the cloned cDNA. Nature. https://www.nature.com/articles/346561a0 [πηγή]

[3] Munro, S., Thomas, K. L., & Abu-Shaar, M. (1993). Molecular characterization of a peripheral receptor for cannabinoids. Nature. https://www.nature.com/articles/365061a0 [πηγή]

[4] Devane, W. A., Hanuš, L., Breuer, A., Pertwee, R. G., Stevenson, L. A., Griffin, G., Gibson, D., Mandelbaum, A., Etinger, A., & Mechoulam, R. (1992). Isolation and Structure of a Brain Constituent That Binds to the Cannabinoid Receptor. Science, 258(5090), 1946–1949. https://doi.org/10.1126/science.1470919 [πηγή]

[5] Mechoulam, R., Ben-Shabat, S., Hanus, L., Ligumsky, M., Kaminski, N. E., Schatz, A. R., Gopher, A., Almog, S., Martin, B. R., Compton, D. R., Pertwee, R. G., Griffin, G., Bayewitch, M., Barg, J., & Vogel, Z. (1995). Identification of an endogenous 2-monoglyceride, present in canine gut, that binds to cannabinoid receptors. Biochemical Pharmacology, 50(1), 83–90. https://doi.org/10.1016/0006-2952(95)00109-d [πηγή]

[6] di Marzo, V. (2018). New approaches and challenges to targeting the endocannabinoid system. Nature. https://www.nature.com/articles/nrd.2018.115 [πηγή]

Πηγές

[1] William, A., Devane, F. A., & Howlett, A. C. (1988). Determination and Characterization of a Cannabinoid Receptor in Rat Brain. Molecular Pharmacology. Published. https://citeseerx.ist.psu.edu/viewdoc/download?doi=10.1.1.572.7935&rep=rep1&type=pdf [πηγή]

[2] Matsuda, L. A., Lolait, S. J., & Brownstein, M. J. (1990). Structure of a cannabinoid receptor and functional expression of the cloned cDNA. Nature. https://www.nature.com/articles/346561a0 [πηγή]

[3] Munro, S., Thomas, K. L., & Abu-Shaar, M. (1993). Molecular characterization of a peripheral receptor for cannabinoids. Nature. https://www.nature.com/articles/365061a0 [πηγή]

[4] Devane, W. A., Hanuš, L., Breuer, A., Pertwee, R. G., Stevenson, L. A., Griffin, G., Gibson, D., Mandelbaum, A., Etinger, A., & Mechoulam, R. (1992). Isolation and Structure of a Brain Constituent That Binds to the Cannabinoid Receptor. Science, 258(5090), 1946–1949. https://doi.org/10.1126/science.1470919 [πηγή]

[5] Mechoulam, R., Ben-Shabat, S., Hanus, L., Ligumsky, M., Kaminski, N. E., Schatz, A. R., Gopher, A., Almog, S., Martin, B. R., Compton, D. R., Pertwee, R. G., Griffin, G., Bayewitch, M., Barg, J., & Vogel, Z. (1995). Identification of an endogenous 2-monoglyceride, present in canine gut, that binds to cannabinoid receptors. Biochemical Pharmacology, 50(1), 83–90. https://doi.org/10.1016/0006-2952(95)00109-d [πηγή]

[6] di Marzo, V. (2018). New approaches and challenges to targeting the endocannabinoid system. Nature. https://www.nature.com/articles/nrd.2018.115 [πηγή]

Αναζήτηση προϊόντων