Δεν στέλνουμε στη διεύθυνσή σας!
Λόγω της νομοθεσίας και των κανονισμών της χώρας σας, δεν επιτρέπεται να στείλουμε στην τρέχουσα τοποθεσία σας. Αν έχετε οποιεσδήποτε ερωτήσεις παρακαλώ Επικοινωνήστε μαζί μαςΕίμαστε εδώ για να βοηθήσουμε
Έχετε ερωτήσεις σχετικά με τα προϊόντα ή το περιεχόμενό μας; Μη διστάσετε να επικοινωνήσετε μαζί μας.Search
Please insert a search term in the input field. If you have any question please contact us contact usNo products
You have to add to cart at least 0 bottles or any program to make checkout.
You have to add to cart at least 0 bottles or any program to make checkout.
We don't ship to your address!
Due to your country law and regulations, we are not permitted to send to your current location. If you have any questions please contact usWe are here to help you
We are here for you. If you have any question please contact usSearch
Please insert a search term in the input field. If you have any question please contact usWe don't ship to your address!
Due to your country law and regulations, we are not permitted to send to your current location. If you have any questions please contact usWe are here to help you
We are here for you. If you have any question please contact usSearch
Please insert a search term in the input field. If you have any question please contact usΗ ανακάλυψη των κανναβινοειδών οδήγησε στη θεμελίωση της κάνναβης ως ένα φυτό με αμέτρητες δυνατότητες. Η ταυτοποίηση τους προηγείται ακόμη και της ανακάλυψης του ενδοκανναβινοειδούς συστήματος (ΕΚΣ). Έτσι, η μελέτη των κανναβινοειδών έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην ανακάλυψη του εν λόγω συστήματος.
Οι ερευνητές έχουν ταυτοποιήσει περισσότερα από 100 μοναδικά κανναβινοειδή. Ορισμένα από αυτά τα μόρια έχουν αλλάξει την ίδια την επιστήμη στο πεδίο της κάνναβης, ενώ άλλα παραμένουν αινιγματικά και μυστηριώδη. Παρακάτω, θα μάθουμε πότε ανακαλύφθηκαν τα πιο γνωστά κανναβινοειδή και σε ποιον αξίζουν τα εύσημα για αυτά τα πρωτοποριακά ευρήματα.
Προτού απομονωθούν και ταυτοποιηθούν τα κανναβινοειδή, μια ομάδα πρωτοπόρων επιστημόνων έθεσε τα κρίσιμα θεμέλια για αυτές τις ανακαλύψεις. Οι ερευνητές κατάφεραν να αποκτήσουν ακατέργαστα εκχυλίσματα κάνναβης στις αρχές του 19ου αιώνα, τα οποία σύντομα θα οδηγούσαν στην αναγνώριση συγκεκριμένων μορίων.
Το 1840, ένας ερευνητής με το όνομα Schlesinger φέρεται να έλαβε το πρώτο ενεργό εκχύλισμα[1] από άνθη και φύλλα φυτών κάνναβης. Λίγο αργότερα, το 1848, ένας άλλος επιστήμονας που αγαπούσε τα πειράματα, ο Decourtative, δημιούργησε ένα εκχύλισμα αιθανόλης από παρόμοια υλικά. Εξάτμισε το αλκοόλ και βρήκε μια μαύρη ρητίνη. Ονόμασε την ουσία "κανναβίνη".
Άλλοι ερευνητές ανέλαβαν να δοκιμάσουν τις επιδράσεις αυτής της ουσίας. Αργότερα, τον 19ο αιώνα, οι επιστήμονες ετοίμασαν ένα εκχύλισμα με αλκοόλ και πρόσθεσαν ένα διάλυμα ασβέστη για να απομακρύνουν τη χλωροφύλλη. Στη συνέχεια, πραγματοποίησαν διήθηση και επεξεργάστηκαν το μείγμα με θειικό οξύ και στη συνέχεια το εξάτμισαν. Οι ερευνητές έλεγξαν την υπολειπόμενη ρητίνη και βρήκαν ότι έχει ουδέτερο pH. Αφού δοκίμασαν τα "δύο τρίτα ενός κόκκου ρυζιού" της ουσίας, περιέγραψαν τις "ισχυρές ναρκωτικές της επιδράσεις".
Οι επιστήμονες ήταν στα πρόθυρα να ανακαλύψουν μια νέα ένωση, αλλά δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι προκαλούσε αυτές τις επιδράσεις. Πολλοί ισχυρίστηκαν ότι η κάνναβη περιέχει αλκαλοειδή, με τον Preobranjensky να ισχυρίζεται ότι το φυτό περιέχει νικοτίνη.
Στο κυνήγι των αλκαλοειδών, ο Klein και οι συνάδελφοί του απομόνωσαν τις κανναβιμίνες A, B, C και D. Λίγο αργότερα, οι ερευνητές απομόνωσαν τα αλκαλοειδή κανναβισατιβίνη από τις ρίζες μιας καθαρόαιμης μεξικάνικης ποικιλίας και ανυδροκανναβισατιβίνη από τις ρίζες και τα φύλλα μιας άλλης άγριας μεξικάνικης ποικιλίας.
Αν και φάνηκε ότι αυτές οι ουσίες παράγουν ορισμένα αποτελέσματα σε ποντίκια, κατέστη σαφές ότι άλλες ενώσεις ήταν υπεύθυνες για τις μοναδικές επιδράσεις του φυτού της κάνναβης. Σύντομα, οι επιστήμονες θα ανακάλυπταν τη μοναδική χημική οικογένεια που υποστηρίζει αυτές τις ιδιότητες: τα κανναβινοειδή.
Το CBN ή κανναβινόλη ήταν το πρώτο κανναβινοειδές που απομονώθηκε από το φυτό της κάνναβης. Οι Thomas Wood, WT Spivery και Thomas Easterfield έκαναν αυτήν την πρωτοποριακή ανακάλυψη[2] το 1899. Έλαβαν το μόριο από ένα δείγμα charas, το οποίο είναι μια χειροποίητη μορφή ρητίνης της κάνναβης. Αφού δημιούργησαν ένα εκχύλισμα αιθανόλης από το δείγμα, πραγματοποίησαν κλασματική απόσταξη και παρήγαγαν ένα πηκτό έλαιο.
Περιέγραψαν το χρώμα αυτής της ρητίνης ως "κεχριμπαρένιο όταν είναι σε λεπτά στρώματα, αλλά βαθύ κόκκινο, όταν είναι συμπυκνωμένη". Διαπίστωσαν ότι η ουσία έχει ψυχοδραστικές επιδράσεις, ακόμη και σε πολύ χαμηλές δόσεις της τάξης του 0.05g. Αφού πραγματοποίησαν ακετυλίωση, ανακάλυψαν το CBN.
Ωστόσο, τα φυτά κάνναβης δεν δημιουργούν το CBN μέσω ενζυματικών διεργασιών. Αντ' αυτού, το κανναβινοειδές προκύπτει από τον εκφυλισμό του THC. Επομένως, η ερευνητική ομάδα μπορεί να εργάζεται με παλιά δείγματα εκχυλισμάτων, στα οποία έχει διαλυθεί πλέον το THC.
Ο Αμερικάνος χημικός Roger Adams απομόνωσε για πρώτη φορά το CBD[3] (κανναβιδιόλη) από την κάνναβη το 1942. Εξήγαγε το πλέον διάσημο κανναβινοειδές από τα άνθη της άγριας κάνναβης της Μινεσότα. Ο Adams πραγματοποίησε εκχύλιση με τη χρήση αιθανόλης για να δημιουργήσει ένα "κόκκινο έλαιο". Στη συνέχεια, υπέβαλλε την ουσία σε απόσταξη υπό μειωμένη πίεση και απομόνωσε την κανναβιδιόλη από το μείγμα των συστατικών.
Δεκαετίες αργότερα, το 1963, οι ερευνητές έκαναν μια άλλη σημαντική ανακάλυψη σχετικά με το CBD, καθώς κατέγραψαν τη μοριακή δομή του κανναβινοειδούς. Ο Raphael Mechoulam, ειδικός στην οργανική χημεία και καθηγητής στο Εβραϊκό Πανεπιστήμιο της Ιερουσαλήμ, αποκάλυψε το εν λόγω σημαντικό εύρημα[4].
Το CBG (κανναβιγερόλη) προέρχεται από το κανναβινοειδές οξύ CBGA, το οποίο παίζει έναν σημαντικό ρόλο στη βιοσύνθεση κανναβινοειδών. Πολλά κανναβινοειδή που προέρχονται από ενζυματικές διεργασίες ξεκινούν τη ζωή ως CBGA, καθιστώντας έτσι το μόριο τον πρόδρομο πολλών άλλων. Ορισμένα ένζυμα επιδρούν σε αυτά τα κανναβινοειδή και τα μετατρέπουν σε άλλα μέλη της οικογένειας των κανναβινοειδών. Για παράδειγμα, η CBDA συνθάση μετατρέπει το CBGA σε CBDA, το οποίο στη συνέχεια αποκαρβοξυλιώνεται σε CBD όταν θερμαίνεται.
Ο Raphael Mechoulam και ο Yehial Gaoni ένωσαν δυνάμεις τους το 1963 για να εργαστούν στην έρευνα για την κάνναβη κατά τα επόμενα τέσσερα χρόνια. Αυτή η ομάδα οδήγησε σε πλήθος ανακαλύψεων αναφορικά με την επιστήμη της κάνναβης Το 1964, οι εν λόγω μελετητές άρχισαν να εξερευνούν τις οδούς της βιοσύνθεσης των κανναβινοειδών στο φυτό. Σύντομα απάντησαν στο μυστήριο του χαμένου συνδέσμου: Από πού προέρχονταν όλα αυτά τα κανναβινοειδή; Κατάφεραν να προσδιορίσουν το CBGA[5] ως τη γέφυρα μεταξύ των άλλων χημικών που γίνονται κανναβινοειδή.
Το THC παράγει την πλειονότητα των ψυχοδραστικών επιδράσεων που σχετίζονται με την κάνναβη. Αυτό το αμφιλεγόμενο μόριο προσκολλάται στον υποδοχέα CB1 του ενδοκανναβινοειδούς συστήματος για να παράγει αυτά τα αποτελέσματα. Λίγο μετά την ανακάλυψη του CBG, οι Mechoulam και Gaoni έσπασαν τον κώδικα και ταυτοποίησαν και απομονώσαν το THC[6] (Δ-9-τετραϋδροκανναβινόλη).
Η ομάδα κατάφερε να συνθέσει THC για πρώτη φορά το 1965 και, στη συνέχεια, το 1967. Παρά την τεράστια επιτυχία τους, ο Mechoulam αποδίδει τις ανακαλύψεις τους στους επιστήμονες που ασχολήθηκαν με την κάνναβη στις αρχές του αιώνα. Αν και το THC απομονώθηκε επίσημα το 1964, άλλοι επιστήμονες είχαν θέσει τα θεμέλια για αυτήν την ανακάλυψη.
Τόσο ο Roger Adams όσο και ο Alex Todd κατάφεραν να συνθέσουν μόρια των οποίων η δομή ήταν πολύ κοντά σε αυτή του THC κατά τη δεκαετία του 1940. Παρόλο που οι συγκεκριμένοι ερευνητές δεν κατάφεραν ποτέ να απομονώσουν το κανναβινοειδές, χρησιμοποίησαν άλλα κανναβινοειδή, όπως το CBD, για να δημιουργήσουν παρόμοια μόρια. Ο Mechoulam δηλώνει ότι πιθανότατα περιοριζόταν από τη βιβλιογραφία και τις τεχνικές που είχαν στη διάθεσή τους εκείνη την εποχή.
Το CBC (κανναβιχρωμίνη) αποτελεί περίπου το 0,3% του φυτικού εκχυλίσματος της κάνναβης. Ωστόσο, οι καλλιεργητές έχουν αναπτύξει ποικιλίες που περιέχουν σημαντικά υψηλότερες ποσότητες. Όντας ένα μη ψυχοτρόπο κανναβινοειδές, οι ερευνητές διερεύνησαν τις φαρμακολογικές επιδράσεις[7] του CBC και ανακάλυψαν ορισμένες πολύ ενδιαφέρουσες ιδιότητες.
Είναι αξιοσημείωτο ότι δύο διαφορετικές ομάδες ταυτοποίησαν το CBC κατά το ίδιο έτος, χρησιμοποιώντας δύο διαφορετικές μεθόδους. Οι Mechoulam και Gaoni απομόνωσαν και ταυτοποίησαν τη δομή του CBC[8] το 1966. Ξεκινώντας με ένα εκχύλισμα εξανίου, οι δύο ερευνητές διεξήγαγαν ένα τεστ χρωματογραφίας και εντόπισαν τα μόρια CBD, THC, CBN, CBG και CBC. Η κανναβιχρωμίνη αποτελούσε περίπου το 1.5% του εκχυλίσματος.
Πήραν τα κλάσματα που περιείχαν CBC και πραγματοποίησαν μια διπλή χρωματογραφία πριν από την απόσταξη. Χρησιμοποιώντας αυτήν τη διαδικασία, απομόνωσαν το CBC και προχώρησαν στον εντοπισμό της μοριακής δομής του κανναβινοειδούς. Οι αναφορές δηλώνουν επίσης ότι μια ομάδα Γερμανών ερευνητών, οι Claussen, Von Spulak και Korte, κατάφεραν να απομονώσουν το CBC κατά τη διάρκεια του ίδιου έτους, χρησιμοποιώντας διήθηση της κάνναβης με βενζόλιο.
Τα πέντε παραπάνω μόρια αποτελούν τα κύρια κανναβινοειδή που βρίσκονται στα φυτά της κάνναβης. Οι επιστήμονες έχουν εξετάσει αυτές τις χημικές ουσίες σε βάθος. Ωστόσο, περισσότερα από 100 κανναβινοειδή και κανναβινοειδή οξέα δεν έχουν μελετηθεί διεξοδικά ακόμη. Είναι δεδομένο ότι κατά τις επόμενες δεκαετίες θα υπάρξουν άλματα αναφορικά με την επιστήμη της κάνναβης.
[1] Mechoulam, R., & Hanuš, L. (2000, June). A historical overview of chemical research on cannabinoids. https://1d7u564dod7i2q96m533sblk-wpengine.netdna-ssl.com/wp-content/uploads/2018/08/A-historical-overview-of-chemical-research-on-cannabinoids.pdf [πηγή]
[2] Wood, T. B., Spivey, W. T. N., & Easterfield, T. H. (1899). III.—Cannabinol. Part I. J. Chem. Soc., Trans., 75(0), 20–36. https://doi.org/10.1039/ct8997500020 [πηγή]
[3] Adams, R., Hunt, M., & Clark, J. H. (1940). Structure of Cannabidiol, a Product Isolated from the Marihuana Extract of Minnesota Wild Hemp. I. Journal of the American Chemical Society, 62(1), 196–200. https://doi.org/10.1021/ja01858a058 [πηγή]
[4] Mechoulam, R., & Shvo, Y. (1963). Hashish—I. Tetrahedron, 19(12), 2073–2078. https://doi.org/10.1016/0040-4020(63)85022-x [πηγή]
[5] Gaoni, Y., & Mechoulam, R. (1964). Isolation, Structure, and Partial Synthesis of an Active Constituent of Hashish. Journal of the American Chemical Society, 86(8), 1646–1647. https://doi.org/10.1021/ja01062a046 [πηγή]
[6] Mechoulam, R. (1986). Interview with Prof. Raphael Mechoulam, Codiscoverer of THC. International Journal of the Addictions, 21(4–5), 579–587. https://doi.org/10.3109/10826088609083542 [πηγή]
[7] Russo, E. B., & Marcu, J. (2017). Cannabis Pharmacology: The Usual Suspects and a Few Promising Leads. Cannabinoid Pharmacology, 67–134. https://doi.org/10.1016/bs.apha.2017.03.004 [πηγή]
[8] Gaoni, Y., & Mechoulam, R. (1966). Cannabichromene, a new active principle in hashish. Chemical Communications (London), 1, 20. https://doi.org/10.1039/c19660000020 [πηγή]
[1] Mechoulam, R., & Hanuš, L. (2000, June). A historical overview of chemical research on cannabinoids. https://1d7u564dod7i2q96m533sblk-wpengine.netdna-ssl.com/wp-content/uploads/2018/08/A-historical-overview-of-chemical-research-on-cannabinoids.pdf [πηγή]
[2] Wood, T. B., Spivey, W. T. N., & Easterfield, T. H. (1899). III.—Cannabinol. Part I. J. Chem. Soc., Trans., 75(0), 20–36. https://doi.org/10.1039/ct8997500020 [πηγή]
[3] Adams, R., Hunt, M., & Clark, J. H. (1940). Structure of Cannabidiol, a Product Isolated from the Marihuana Extract of Minnesota Wild Hemp. I. Journal of the American Chemical Society, 62(1), 196–200. https://doi.org/10.1021/ja01858a058 [πηγή]
[4] Mechoulam, R., & Shvo, Y. (1963). Hashish—I. Tetrahedron, 19(12), 2073–2078. https://doi.org/10.1016/0040-4020(63)85022-x [πηγή]
[5] Gaoni, Y., & Mechoulam, R. (1964). Isolation, Structure, and Partial Synthesis of an Active Constituent of Hashish. Journal of the American Chemical Society, 86(8), 1646–1647. https://doi.org/10.1021/ja01062a046 [πηγή]
[6] Mechoulam, R. (1986). Interview with Prof. Raphael Mechoulam, Codiscoverer of THC. International Journal of the Addictions, 21(4–5), 579–587. https://doi.org/10.3109/10826088609083542 [πηγή]
[7] Russo, E. B., & Marcu, J. (2017). Cannabis Pharmacology: The Usual Suspects and a Few Promising Leads. Cannabinoid Pharmacology, 67–134. https://doi.org/10.1016/bs.apha.2017.03.004 [πηγή]
[8] Gaoni, Y., & Mechoulam, R. (1966). Cannabichromene, a new active principle in hashish. Chemical Communications (London), 1, 20. https://doi.org/10.1039/c19660000020 [πηγή]